- διασκαλευω
- διασκαλεύωδιασκαλεύω, διασκάλλω1) выкапывать, выгребать, разгребать
(τὸν ὄνθον Plut.)
2) выклевывать(τῷ ῥάμφει τι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸν ὄνθον Plut.)
(τῷ ῥάμφει τι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διασκαλεύειν — διασκαλεύω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκαλεύοντες — διασκαλεύω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκαλεύοντος — διασκαλεύω pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκαλεύσας — διασκαλεύσᾱς , διασκαλεύω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)